φαλλοκρατία

φαλλοκρατία
η, Ν [φαλλοκράτης]
(κοινων.-ανθρωπολ.) σύνολο τύπων συμπεριφοράς οι οποίοι ανακλούν την αντιεπιστημονική αντίληψη ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα τών δύο φύλων, ότι εκ φύσεως η γυναίκα είναι κατώτερη τού άνδρα και ότι αυτός, ως ανώτερός της, πρέπει να τήν εξουσιάζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαλλοκρατικός — ή, ό, Ν [φαλλοκράτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φαλλοκράτη ή στην φαλλοκρατία («φαλλοκρατική αντίληψη») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”